ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Jaws: Η ταινία που άλλαξε το σινεμά και το πώς βλέπουμε τους καρχαρίες έγινε 50 χρονών

Jaws: Η ταινία που άλλαξε το σινεμά και το πώς βλέπουμε τους καρχαρίες έγινε 50 χρονών

Από τα γυρίσματα της ταινίας «Τα Σαγόνια του Καρχαρία».

Universal Pictures

Πριν από μισό αιώνα, στις 20 Ιουνίου 1975, οι θεατές στις Ηνωμένες Πολιτείες ήρθαν για πρώτη φορά αντιμέτωποι με τον τρόμο που προκαλούσε ένας τεράστιος λευκός καρχαρίας στη θρυλική πλέον ταινία «Τα Σαγόνια του Καρχαρία» (Jaws). Η ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ όχι μόνο καθιέρωσε το είδος του μπλοκμπάστερ, αλλά και άλλαξε ριζικά την εικόνα του καρχαρία στη μαζική κουλτούρα.

Η επιτυχία της ταινίας ήταν σχεδόν τυχαία. Το 1973, ο συγγραφέας Πίτερ Μπέντσλι βρήκε τον τίτλο Jaws κυριολεκτικά 20 λεπτά πριν παραδώσει το τελικό του κείμενο. Όταν ο εκδότης του τον ρώτησε τι σημαίνει, εκείνος απάντησε: «Δεν έχω ιδέα, αλλά τουλάχιστον είναι σύντομος».

Το μηχανικό ομοίωμα του καρχαρία, που ονομάστηκε Μπρους (από τον δικηγόρο του Σπίλμπεργκ), παρουσίασε τεχνικά προβλήματα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και τελικά εμφανίζεται στην ταινία μόλις για τέσσερα λεπτά. Αυτό ανάγκασε τον Σπίλμπεργκ να εστιάσει περισσότερο στην αόρατη απειλή παρά στο ίδιο το θηρίο, δημιουργώντας ατμόσφαιρα αγωνίας και φόβου που καθήλωσε το κοινό.

Ωστόσο, αυτή η επιτυχία είχε και αρνητικές συνέπειες. Ο Ρος Γουίλιαμς, υπεύθυνος του ιστοτόπου The Daily Jaws, εξηγεί ότι η ταινία πυροδότησε έναν παγκόσμιο πανικό γύρω από τους καρχαρίες, που οδήγησε σε μαζική εξόντωσή τους. Παρά το γεγονός ότι οι πιθανότητες να δαγκώσει άνθρωπο ένας καρχαρίας είναι απείρως μικρότερες από το να δαγκωθεί από άλλον άνθρωπο στη Νέα Υόρκη, οι θηρευτικές επιθέσεις και το κυνήγι καρχαριών αυξήθηκαν δραματικά. Σύμφωνα με μελέτη στο περιοδικό Science, περίπου 80 εκατομμύρια καρχαρίες σκοτώνονται κάθε χρόνο, εκ των οποίων οι 25 εκατομμύρια ανήκουν σε απειλούμενα είδη.

Ο συγγραφέας και ζωολόγος Τζουλς Χάουαρντ υποστηρίζει ότι η ταινία «έδωσε ένα αδικαιολόγητο χτύπημα στους λευκούς καρχαρίες». Όπως λέει, «δεν είναι τέρατα. Είναι πλάσματα έξυπνα και κοινωνικά, εξαιρετικά εξελιγμένα στον ρόλο τους ως κορυφαίοι θηρευτές. Αντί να τους φοβόμαστε, θα έπρεπε να τους κατανοούμε».

Ακόμα και ο ίδιος ο Σπίλμπεργκ, σε συνέντευξή του στο BBC, δήλωσε ότι νιώθει τύψεις για τη μείωση του πληθυσμού των καρχαριών που προκλήθηκε, εν μέρει, από την ταινία του. Παρόμοια μεταμέλεια ένιωσε και ο Μπέντσλι, ο οποίος στη συνέχεια αφοσιώθηκε στην προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Στο πλευρό του και οι υποβρύχιοι κινηματογραφιστές Ρον και Βάλερι Τέιλορ, καθώς και ο Ρόντνεϊ Φοξ, επιζών επίθεσης καρχαρία, που εργάστηκαν και στην ταινία.

Ο Φοξ, μιλώντας από την Αυστραλία, υποστηρίζει πως η δημοφιλία του Jaws είχε και θετικά αποτελέσματα: «Η ταινία ξύπνησε ένα τεράστιο ενδιαφέρον για τους καρχαρίες, το οποίο στη συνέχεια μετατράπηκε σε προσπάθειες προστασίας τους και σε βαθύτερη κατανόηση του ρόλου τους στα θαλάσσια οικοσυστήματα».

Πολλοί, όπως ο Χάουαρντ, επιβεβαιώνουν το ίδιο: «Θυμάμαι να βλέπω την ταινία, να αγοράζω βιβλία για καρχαρίες και να θέλω να φωνάξω για να σωθούν αυτά τα ζώα».

Ο Γουίλιαμς συνοψίζει αυτή τη μεταστροφή λέγοντας: «Πλέον δεν φοβόμαστε τους καρχαρίες. Φοβόμαστε έναν κόσμο χωρίς αυτούς».

Η εικόνα του καρχαρία έχει περάσει βαθιά στη λαϊκή κουλτούρα: από τη φράση «jump the shark», μέχρι πολιτικές αναφορές. Ο Μπόρις Τζόνσον παρομοιάστηκε με τον δήμαρχο του Jaws κατά την πανδημία λόγω της απόφασής του να μην κλείσει τις παραλίες, ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ αστειεύτηκε κάποτε για το αν προτιμά να πεθάνει από ηλεκτροπληξία ή από καρχαρία.

Και φυσικά υπάρχει το Baby Shark της κορεατικής εταιρείας Pinkfong, που έγινε το πιο δημοφιλές βίντεο όλων των εποχών στο YouTube, με πάνω από 15 δισεκατομμύρια προβολές.

Σήμερα, με την αυξανόμενη περιβαλλοντική συνείδηση και τις προσπάθειες νέων δημιουργών να αποδώσουν στους καρχαρίες τον ρόλο που πραγματικά έχουν – αυτόν ενός ζώου που αναζητά τροφή και όχι ενός αιμοδιψούς τέρατος – φαίνεται ότι το αφήγημα αρχίζει να αλλάζει.

Αναρωτιέται κανείς: αν ο Μπέντσλι έγραφε το Jaws σήμερα, θα ήταν ο καρχαρίας το θύμα της ιστορίας;

OSZAR »