ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

«Ρέκβιεμ για ένα Όνειρο»: 25 χρόνια μετά, η ταινία εξακολουθεί να διχάζει

«Ρέκβιεμ για ένα Όνειρο»: 25 χρόνια μετά, η ταινία εξακολουθεί να διχάζει

Από την ταινία «Ρέκβιεμ για ένα Όνειρο»

Summit

Εικοσιπέντε χρόνια μετά την πρώτη του προβολή, το «Ρέκβιεμ για ένα Όνειρο» του Ντάρεν Αρονόφσκι συνεχίζει να προκαλεί αντιπαραθέσεις. Η σκληρή απεικόνιση του εθισμού, οι πειραματικές κινηματογραφικές τεχνικές και η καταλυτική του κριτική στην Αμερικανική κοινωνία έχουν διατηρήσει την ταινία στην καρδιά ενός πολιτιστικού διαλόγου που δεν έχει σιγήσει.

Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Χιούμπερτ Σέλμπι Τζούνιορ, το κινηματογραφικό αυτό έργο χαρακτηρίστηκε ταυτόχρονα ως αριστούργημα και ως φιλμ υπερβολικής ωμότητας. Η πρώτη προβολή του στο Φεστιβάλ Καννών το 2000 οδήγησε σε όρθιο χειροκρότημα 3.000 θεατών, ενώ λίγους μήνες αργότερα στο Τορόντο, άλλοι θεατές αποχώρησαν σοκαρισμένοι – κάποιοι μάλιστα λιποθύμησαν ή έκαναν εμετό.

Η ταινία ακολουθεί τέσσερις χαρακτήρες – τη Σάρα Γκόλντφαρμπ (Έλεν Μπέρστιν), τον γιο της Χάρι (Τζάρεντ Λέτο), τον φίλο του Τάιρον (Μάρλον Γουέιανς) και τη σύντροφο του Χάρι, Μάριον (Τζένιφερ Κόνελι). Μέσα από μια γρήγορη πτώση στην κόλαση των ναρκωτικών, η ιστορία τους οδηγεί στην καταστροφή, σε ένα κινηματογραφικό σπιράλ απόγνωσης: ηλεκτροσόκ, ακρωτηριασμός, φυλάκιση και σεξουαλική εκμετάλλευση.

Ο Αρονόφσκι χρησιμοποίησε πειραματικές τεχνικές όπως Snorricam (κάμερες στερεωμένες στο σώμα των ηθοποιών), επιταχύνσεις, split-screen, παραμορφωτικούς φακούς, και σουρεαλιστικά σκηνικά, σε μια προσπάθεια να απεικονίσει όχι απλώς τον εθισμό, αλλά την ίδια τη διάλυση της πραγματικότητας. Επηρεασμένος από τον Σπάικ Λι, μετέτρεψε την ταινία σε μια αισθητηριακή καταιγίδα – που για πολλούς θεατές ήταν αφόρητη.

Το φιλμ, αν και κόστισε μόλις 4,5 εκατομμύρια δολάρια, έκανε περιορισμένες εισπράξεις (7,5 εκατ.) λόγω της σκληρής καταγραφής της εξάρτησης και της κατάταξής του με περιορισμό NC-17. Παρ’ όλα αυτά, η ερμηνεία της Έλεν Μπέρστιν παραμένει αξιομνημόνευτη – κάποιοι λένε πως άξιζε το Όσκαρ περισσότερο από τη νικήτρια εκείνης της χρονιάς, Τζούλια Ρόμπερτς.

Η σύγκρουση ρεαλισμού και σουρεαλισμού

Αν και πολλοί κατηγόρησαν την ταινία για εκμετάλλευση, άλλοι την υπερασπίστηκαν ως έντονα ειλικρινή και καλλιτεχνικά γενναία. Ο καθηγητής Ντέιβιντ Νάτ του Imperial College London δηλώνει ότι η ταινία «απεικονίζει με ακρίβεια την καθοδική πορεία του εθισμού», επισημαίνοντας ότι πολλές γυναίκες όπως η Σάρα υπέστησαν εξάρτηση από χάπια αδυνατίσματος ήδη από τη δεκαετία του ’50. Το ίδιο ισχύει για τη Μάριον, που πέφτει θύμα σεξουαλικής εκμετάλλευσης λόγω της εξάρτησής της.

Ο παραγωγός Έρικ Γουάτσον έχει κουραστεί να απαντά σε ερωτήσεις για την «ακρίβεια» της ταινίας. «Δεν είναι ρεαλιστική. Είναι σουρεαλιστική. Χαλαρώστε», λέει. Ο ίδιος και ο Αρονόφσκι ξεκίνησαν το πρότζεκτ όταν διάβασαν το βιβλίο του Σέλμπι – τόσο σκοτεινό, που τους στοίχειωσε. Αρχικά απέρριψαν οι πάντες το σενάριο: καμία μεγάλη εταιρεία δεν ενδιαφέρθηκε. Ούτε οι ηθοποιοί – ο Τόμπι Μαγκουάιρ, ο Αντριέν Μπρόντι, ο Χοακίν Φίνιξ και ο Τζιοβάνι Ριμπίζι απέρριψαν τον ρόλο του Χάρι ως υπερβολικά επικίνδυνο για την καριέρα τους.

Η κληρονομιά και η πολιτιστική απήχηση

Με το πέρασμα των χρόνων, Ρέκβιεμ για ένα Όνειρο απέκτησε καθεστώς cult. Για κάποιους, εντάσσεται σε μια σειρά έργων που αποδομούν το Αμερικανικό Όνειρο – όπως Ο Υπέροχος Γκάτσμπι ή το Revolutionary Road. Ο καθηγητής Κέβιν Χαγκόπιαν από το Penn State λέει: «Η εκπομπή που παρακολουθεί η Σάρα στην τηλεόραση αντιπροσωπεύει το ψεύτικο, επιφανειακό όραμα ευτυχίας της αμερικανικής κουλτούρας. Το Αμερικανικό Όνειρο εδώ είναι ο πραγματικός "κακός" της ιστορίας».

Ο κριτικός Ντάνι Λιχ, που είχε επαινέσει την ταινία το 2000, σήμερα αναγνωρίζει έναν «υφέρποντα ηδονοβλεψία» στο έργο του Αρονόφσκι. Τον κατηγορεί ότι κοιτά με υπεροψία την ανθρώπινη τραγωδία, όπως –κατά την άποψή του– φάνηκε και στην πρόσφατη ταινία The Whale.

Ο Χαγκόπιαν διαφωνεί: «Το Ρέκβιεμ επιτυγχάνει κάτι σπάνιο: ένα εφιαλτικό ψυχικό βίωμα. Ερχόμαστε τόσο κοντά στους χαρακτήρες, που ο πόνος τους διαπερνά τη δική μας συνείδηση. Είναι τρομακτικό, επώδυνο, αλλά και εξαιρετικά γενναίο κινηματογραφικά».

Με όποια ματιά κι αν την προσεγγίσει κανείς, η ταινία του Ντάρεν Αρονόφσκι παραμένει μία από τις πιο δυνατές και αμφιλεγόμενες αποτυπώσεις της εξάρτησης και των ψευδαισθήσεων που γεννά μια κοινωνία εμμονής με την επιτυχία. Ένα κινηματογραφικό «όνειρο» που καταλήγει εφιάλτης – και που ακόμη, ένα τέταρτο του αιώνα μετά, αρνείται να σβήσει από τη συλλογική μας μνήμη.

OSZAR »